- ᾔδεσαν
- οἶδαseeplup ind act 3rd pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤιδεσαν — ᾔδεσαν , οἶδα see plup ind act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσαν — (I) ἴσαν (Α) (επικ. τ. τού γ πληθ. προσ. παρατ. τού εἶμί, αντί ᾔεσαν ή ᾖσαν) πορεύονταν, απέρχονταν, έφευγαν. (II) ἴσαν (Α) (επικ. τ. τού γ πληθ. προσ. τού υπερσυντ. τού οἶδα, αντί ἤδεσαν) γνώριζαν («ἀλλὰ Θέτις τε καὶ Εὐρυνόμη ἴσαν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek